Αγαπητές φίλες και φίλοι,
Σας ευχαριστώ που μου δίνετε την ευκαιρία να μοιραστώ μαζί σας κάποιες σκέψεις σχετικά με τον ρόλο των γυναικών στην πολιτική ζωή.
Συνηθίζουμε να αναφερόμαστε σε αριθμούς και να μετράμε πόσες γυναίκες εκλέγονται σε δημοτικά συμβούλια, πόσες στη Βουλή, πόσες γίνονται υπουργοί. Θα ήθελα να αναφέρω ως πρώτο προβληματισμό κάτι που εκπορεύεται από τον ατιμώρητο σεξισμό απέναντι στις γυναίκες που πολιτεύονται. Δηλαδή πέρα από τα ποσοστά με προβληματίζει ο τρόπος με τον οποίο ο πολιτικός κόσμος υποδέχεται τις γυναίκες.
Δεν χρειάζεται να μπω στον πειρασμό να σας μεταφέρω σχόλια που γίνονται πίσω από τις πλάτες των γυναικών ή τα αστεία που κρυφά λέγονται σε βάρος τους_ αστεία που έχουν να κάνουν με το φύλο ή και τη σεξουαλικότητα.
Θα επαναλάβω φράσεις που ακούστηκαν σε επίσημα όργανα του Κοινοβουλίου. Θα επαναλάβω φράσεις που περισσότερο διασκέδασαν το κοινό παρά δημιούργησαν αισθήματα θυμού. Θα επαναλάβω φράσεις που εμένα με εξόργισαν ως πολιτικό και ως άνθρωπο.
Πρώτη φράση, στη διάρκεια εργασιών κοινοβουλευτικής ομάδας. Μιλάει ο πρόεδρος του κόμματος αλλά μια γυναίκα βουλευτής δυσανασχετεί και απαντά μεγαλοφώνως. Άνδρας συνάδελφός την ξεφωνίζει με τον εξής αδιανόητο τρόπο: «Πάψε μωρή καλτσοδέτα».
Δεύτερη φράση από την ολομέλεια της Βουλής. Βουλευτές από διάφορα κόμματα εμπλέκονται σε κάποια λογομαχία εκτός μικροφώνου, εντός της αίθουσας.
Παίρνει το λόγο γυναίκα βουλευτής και άνδρας βουλευτής της φωνάζει: «Κάτσε κάτω ρε, τι μιλάς εσύ, πάλι πιωμένη είσαι;»
Τρίτη φράση, η οποία έγινε γνωστή από καταγγελία γυναίκας βουλευτή, που συμμετέχει σε προανακριτική επιτροπή. Άνδρες συνάδελφοι αστειεύονται επειδή εκείνη είναι ιδιαίτερα ομιλητική και λένε: «Κάποιος θα κλείσει τα φώτα και τότε δεν θα αποφευχθεί το ξύλο».
Ενδεχομένως κάποιοι να αντιτάξουν ότι το επίπεδο του κοινοβουλευτισμού έχει πέσει πολύ τα τελευταία χρόνια. Κανείς όμως δεν μπορεί να αλλάξει στα αφτιά μου τον συγκεκριμένο τόνο, όταν αρθρώνεται το υποτιμητικό «τι μιλάς εσύ;».
Σε αυτό το «εσύ», σε αυτήν την τόσο δα λεξούλα συμπυκνώνεται όλος ο σεξισμός απέναντι στις γυναίκες πολιτικούς.
Αυτή είναι η πραγματικότητα. Η ενασχόληση με την πολιτική γίνεται για τις γυναίκες μια οδυνηρή εμπειρία. Πέρα από τα όποια προβλήματα αντιμετωπίζουν με το κόμμα τους, με τους ψηφοφόρους αλλά και με την συνείδησή τους, έχουν ένα επιπλέον ζήτημα να αντιμετωπίσουν. Πρέπει να υπερασπίζονται τον εαυτό τους ως ειδική, υποδεέστερη κατηγορία δημοσίων προσώπων. Δεν είναι βουλευτές είναι γυναίκες βουλευτές. Δεν είναι υπουργοί είναι γυναίκες υπουργοί.
Οι γυναίκες που αποφασίζουν να εμπλακούν στη δημόσια ζωή γνωρίζουν από το πρώτο λεπτό ότι βρίσκονται σε δυσκολότερη θέση από τους άνδρες.
Από τη στιγμή που αποφασίζουν να διαθέσουν το χρόνο τους στην εκλογή τους, την όποια εκλογή τους, βρίσκονται σε απολογητική θέση. Θεωρείται ότι έχουν άλλο ρόλο στην κοινωνία και προκειμένου να εκλεγούν, παραμελούν τον άλλο, τον κανονικό τους ρόλο.
Η υποψήφια για δημόσιο αξίωμα είναι ενδεχομένως εργένισσα. Σε αυτήν την περίπτωση έχει να αντιμετωπίσει τα στερεότυπα μιας θεωρούμενης αναπηρίας. Δεν έχει ολοκληρωθεί ως άτομο επειδή δεν βρήκε τον χρόνο να εκπληρώσει τα καθήκοντα του γάμου και της μητρότητας. Τούτο λογίζεται ακόμη και τον 21οαιώνα ως μειονέκτημα στο βιογραφικό της.
Η υποψήφια για δημόσιο αξίωμα είναι ενδεχομένως μητέρα. Είναι μητέρα που λείπει αρκετές ώρες από το σπίτι προκειμένου να βρεθεί με τους εκλογείς της.
Αν κάνει λοιπόν μια επιτυχημένη εκστρατεία τίθεται ένα υποχθόνιο ερωτηματικό: μήπως παράτησε τα παιδιά της για τη δόξα και την εξουσία;
Δεν έχω κανένα πρόβλημα να ομολογήσω ότι κι εγώ η ίδια κάποιες στιγμές έθεσα στον εαυτό μου το ερώτημα: μήπως δεν είμαι αρκετά καλή μάνα; Γιατί στην Ελλάδα δεν αρκεί να εξασφαλίσει μια γυναίκα ότι το σπίτι της θα είναι καθαρό και η οικογένεια θα έχει ένα ζεστό πιάτο φαγητό.
Θεωρείται καλύτερη, σύμφωνα με τις παραδόσεις, εκείνη που θα φτιάξει το φαγητό με τα χεράκια της. Για εμένα αυτό ήταν ένας επιπλέον αγώνας, να πείσω τον εαυτό μου ότι ο χρόνος με την οικογένειά μου είναι ποιοτικός. Χρειάστηκε να πείσω τον εαυτό μου ότι δεν κρίνομαι ως άνθρωπος από μια συνταγή για μουσακά.
Μια άλλη παράμετρος του προβληματισμού μου προέκυψε από την πρώτη μου προεκλογική εκστρατεία, όταν είδα τη μεγάλη συμμετοχή των γυναικών σε όλες τις διεργασίες. Οι γυναίκες ήταν παρούσες. Δεν ήταν λιγότερες από τους άνδρες. Ανακάλεσα λοιπόν εικόνες από το παρελθόν, καθώς από την παιδική ηλικία ζούσα κοντά στην πολιτική σκηνή. Οι γυναίκες πάντοτε υπήρχαν απλώς δεν ήσαν οι ίδιες υποψήφιες.
Όσοι έχουν υπάρξει μέλη κόμματος, του όποιου κόμματος, θα επιβεβαιώσουν του λόγου το αληθές. Οι γυναίκες μετέχουν στις πολιτικές οργανώσεις όπως και οι άνδρες, αλλά δεν αναλαμβάνουν συχνά υψηλές ιεραρχικά θέσεις, δεν αναλαμβάνουν θέσεις δημόσιας ευθύνης και εξουσίας. Αναλαμβάνουν όμως πολλή από την κοπιαστική εργασία γραμματειακού τύπου, συντήρησης των γραφείων, διακίνησης προεκλογικού υλικού.
Αναλαμβάνουν δευτερεύοντα καθήκοντα, στα χαμηλά κλιμάκια της κομματικής δράσης ώστε να μπορούν ανά πάσα στιγμή να φύγουν επειδή τις καλεί κάποιο οικογενειακό καθήκον.
Οι γυναίκες στην Ελλάδα έχουν φορτωθεί όχι μόνο τη φροντίδα του σπιτιού και των παιδιών αλλά και όλες τις άλλες υπηρεσίες φροντίδας. Η κόρη και η νύφη θα αναλάβουν τους γονείς και τα πεθερικά, η αδελφή θα εξυπηρετήσει στη φύλαξη των παιδιών όταν υπάρχει ανάγκη. Είναι κάτι που δεν σταματά ακόμη κι όταν το επιβάλλει το γήρας.
Η γιαγιά είναι εκείνη που θα βοηθήσει το νέο ζευγάρι σε όλα τα πρακτικά που απαιτούν κόπο και χρόνο. Με αυτά τα δεδομένα μια γυναίκα μπορεί να βοηθήσει σε μια προεκλογική εκστρατεία γεμίζοντας φακέλους αλλά δεν τολμά να δώσει στον εαυτό της ευκαιρίες που θα απαιτούσαν χρόνο και αδιάλειπτη παρουσία από τα τεκταινόμενα.
Δεν μπορεί να είναι υποψήφια δημοτική σύμβουλος αν δεν έχει εξασφαλίσει ελεύθερα απογεύματα. Η ίδια γυναίκα μπορεί περιστασιακά να αφιερώνεται στην υποψηφιότητα ενός άνδρα υποψήφιου.
Όλα αυτά, που ακούγονται ως ελαφρότητες, είναι ζητήματα βαθιά πολιτικά, είναι ζητήματα που θέτουν υπό συζήτηση τις έμφυλες εξουσιαστικές δομές της ελληνικής οικογένειας. Θα απαντήσουν ορισμένοι ότι όλα τούτα αναφέρονται σε παλιούς χρόνους, ότι αφορούν τη δική μου γενιά. Δυστυχώς το ίδιο μοντέλο αναπαράγεται στους νεότερους. Σύμφωνα με έρευνα του Eurostart μόνο το 3% των Ελλήνων συμμετέχει στις υποχρεώσεις του νοικοκυριού. Συχνά μάλιστα η συμμετοχή επέχει θέση χάρης: «αγάπη μου, σού έπλυνα τα πιάτα».
Δεν είναι λοιπόν παράξενο ότι η ενασχόληση με τη δημόσια σφαίρα είναι προνόμιο των ανδρών, όπως ακριβώς συνέβαινε στην αρχαία δημοκρατία των ελεύθερων Αθηναίων ανδρών. Οι γυναίκες συνδέονται με την ιδιωτική σφαίρα της ζωής, με την οικογένεια, με το σπίτι, με τη μητρότητα. Οι επισημάνσεις του Αριστοτέλη περιγράφουν όχι μόνο την αρχαιότητα αλλά και τη σύγχρονη εποχή.
Η ενασχόληση των γυναικών με την πολιτική εμφανίζεται ιστορικά ως παρέκκλιση. Δεν είναι τυχαίο που η πολιτική και εκλογική συμπεριφορά των γυναικών συγκρίνεται πάντοτε με αυτό που θεωρείται ο κανόνας, δηλαδή με την πολιτική και εκλογική συμπεριφορά των ανδρών.
Είναι μάλιστα τόσο παράξενη η ανέλιξη μιας γυναίκας στην πολιτική ζωή του τόπου μας ώστε οι γυναίκες πολιτικοί να μην αντιμετωπίζονται ως πολιτικοί αλλά ως τα διακοσμητικά του πολιτικού συστήματος.
Οι γυναίκες που πολιτεύονται μόλις καταφέρουν να κερδίσουν ένα έδρανο ή κάποια άλλη θέση άσκησης εξουσίας μπαίνουν στο στόχαστρο των σχολιαστών της δημόσιας ζωής. Πέρα από τις πολιτικές απόψεις τους πρέπει να υπερασπιστούν και την όποια εμφάνισή τους. Την καλή ή την κακή. Και σε αυτό το πεδίο, της εμφάνισης, καταγράφεται μεγάλη ανισορροπία. Οι γυναίκες πάντοτε βρίσκονται σε απολογητική θέση.
Οι εμφανίσιμες γυναίκες πολιτικοί αντιμετωπίζουν το διαρκές κατηγορητήριο που αφορά την όμορφη όψη τους.
Πρέπει να αποδείξουν ότι εκτός από καλλίγραμμες, καλοντυμένες ή ευπαρουσίαστες είναι και έξυπνες. Αν πάλι έχουν την ατυχία να είναι κακοσουλούπωτες, αντιμετωπίζουν τη χλεύη για το άκομψο ντύσιμο ή τα περιττά κιλά.
Όλα αυτά που αναφέρω δεν είναι σχήματα λόγου ή δικά μου φαντασιοκοπήματα. Προέρχονται από την συνεχή και προσεκτική παρακολούθηση της πολιτικής ζωής του τόπου μας. Αν επιμένω στα ποιοτικά χαρακτηριστικά της γυναικείας συμμετοχής είναι επειδή τα θεωρώ εξίσου σημαντικά με τα ποσοστά της συμμετοχής. Δεν έχει κανένα νόημα να ενθαρρύνουμε τις γυναίκες να μπουν στην πολιτική αν ο ρόλος τους είναι αποκλειστικά διακοσμητικός.
Κάθε φορά που η συζήτηση στρέφεται στην πρόοδο της γυναικείας συμμετοχής και τους αριθμούς, δηλαδή κάθε φορά που αναφέρουμε τα 20 ονόματα γυναικών που βρίσκονται αυτή τη στιγμή σε ανώτατα αξιώματα, είναι δηλαδή πρόεδροι και πρωθυπουργοί κρατών, θα πρέπει να οργανώνουμε την αντίστασή μας και στην ποιοτική συμμετοχή. Να αυξηθούν οι γυναίκες στον αριθμό και ταυτόχρονα να ενισχυθεί ο πολιτικό ρόλος τους με την σοβαρότητα που αξίζουν οι γυναίκες.
Από το διεθνές σκηνικό νομίζω ότι τις πιο χαρακτηριστικές σεξιστικές επιλογές στην πολιτική έχει κάνει ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Μετέθεσε στη Βουλή κορίτσια που χρησίμευσαν ως γλάστρες στα τηλεοπτικά του πλατώ. Οι εντυπωσιακές αυτές Ιταλίδες επελέγησαν στον Κοινοβούλιο προς τέρψιν ανδρικών οφθαλμών.
Είναι κάτι επιτρεπτό γιατί το ανέχονται οι γυναίκες: τα μέλη του κόμματος αλλά και οι ψηφοφόροι. Είναι κάτι επιτρεπτό γιατί το ανέχονται οι γυναίκες στα μέσα ενημέρωσης.
Η άποψη ότι η αύξηση της γυναικείας συμμετοχής σε θέσεις εξουσίας θα αλλάξει τα δεδομένα από μόνη της κυκλοφορεί επίμονα σε όλο τον κόσμο. Την βρίσκουμε και στην Πλατφόρμα Πεκίνου (άρθρο 181, του Στρατηγικού Στόχου G1 της 4ης Παγκόσμιας Διάσκεψης για τις Γυναίκες, 1985).
Διαβάζω επακριβώς την αναφορά: «Η επίτευξη του στόχου της ίσης συμμετοχής των γυναικών και των ανδρών στα κέντρα λήψης αποφάσεων, θα επιφέρει την ισορροπία, η οποία θα αντικατοπτρίζει με μεγαλύτερη ακρίβεια τη σύνθεση της κοινωνίας και είναι απαραίτητη, ώστε να ενδυναμωθεί η δημοκρατία και να προωθηθεί η ορθή λειτουργία της τελευταίας».
Θα επιμείνω στη θέση μου. Είναι εξίσου σημαντικό οι γυναίκες να έχουν στην πολιτική ζωή τον προσήκοντα σεβασμό. Δεν αρκεί να εκλεγούν ή να διοριστούν σε θέσεις εξουσίας. Πρέπει να κονιορτοποιηθεί ο σεξισμός τον οποίο αντιμετωπίζουν οι γυναίκες πολιτικοί. Η μάχη δίδεται σε πολλά επίπεδα με την επίγνωση ότι πρόκειται για παράλληλη μάχη καθώς σε έχουν κατακτηθεί αρκετά από τα υπόλοιπα πεδία.
Επανέρχομαι στις προσβλητικές φράσεις που ακούστηκαν στον ναό της Δημοκρατίας. Επανέρχομαι στις φράσεις για να πω ότι έπρεπε να αντιμετωπιστούν με σοβαρότητα.
Η υπόθεση «καλτσοδέτα» υπήρξε εσωκομματική αντιπαράθεση. Κανονικά θα έπρεπε να συγκληθεί το Πειθαρχικό, όπως είχε ζητήσει η προσβεβλημένη βουλευτής. Το αίτημά της αγνοήθηκε.
Εντούτοις θα ήταν διαφορετική η τύχη του αν το στήριζαν όλες οι γυναίκες του κόμματος, βουλευτίνες και μέλη. Το αίτημα για ακρόαση στο Πειθαρχικό θα είχε διαφορετική τύχη αν υπήρχε συμπαράσταση από άλλους άνδρες, που δεν εγκρίνουν σεξιστικές νοοτροπίες.
Η υπόθεση «κάτσε κάτω εσύ ρε» στην Ολομέλεια έπρεπε να γίνει αντικείμενο σοβαρής διένεξης. Το κόμμα της θιγόμενης όφειλε να ζητήσει από τον Πρόεδρο της Βουλής να πάρει θέση. Το κόμμα της θιγόμενης όφειλε να εκδώσει σκληρή ανακοίνωση. Οι συνάδελφοί της όφειλαν να πάρουν θέση για να αποτρέψουν μελλοντικές επιθέσεις φαλλοκρατικού ύφους.
Η υπόθεση του ξύλου με σβηστά φώτα στην Προανακριτική είναι πέρα από τα κόμματα.
Τα μέλη της Επιτροπής έπρεπε να συνυπογράψουν ανακοίνωση όπου να καθίσταται σαφές πως υπήρξε παρεξήγηση: η βία κατά των γυναικών δεν είναι ανεκτή ούτε ως αστεϊσμός. Δεν αρκεί η αναπαραγωγή ενός άλλου στερεότυπου, ότι θα βρεθεί άνδρας βουλευτής που θα προστατεύσει τη γυναίκα βουλευτή με το κορμί του.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι αντιμετώπισης το ζητήματος. Πέρα από τις δράσεις της Γραμματείας Ισότητας, στο μέτρο που με αφορά, δεν αφήνω ούτε μια σεξιστική κουβέντα νε πέσει κάτω. Μέσα από επίσημες ανακοινώσεις, μέσα από αναρτήσεις στα κοινωνικά δίκτυα, μέσα από προσωπικές συζητήσεις με συναδέλφους πολιτικούς και με πολίτες εκδηλώνω την αντίθεσή μου.
Είναι πεποίθησή μου ότι το μεγάλο αλλάζει από το μικρό.
Θυμάμαι πάντα έναν στίχο που άκουγαν τα παιδιά μου, από τους Στέρεο Νόβα «πολέμησε το άδικο και κάθε είδους βία, σκέψου θετικά και μη γελάς με ηλίθια αστεία».
Δεν γελάω με ηλίθια αστεία, και ηλίθια αστεία είναι τα σεξιστικά αστεία.